- αρματολισμός
- οο θεσμός και η δράση των αρματολών.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρματολός*. Ο τ. αρματολισμός (γραφόμενος ως αρματωλισμός) μαρτυρείται από το 1839 στον Αλέξανδρο Σούτσο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρματολός — και αρματωλός, ο ένοπλος χριστιανός στην υπηρεσία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. αρματολός < *αρματο λόγος «αυτός που ασχολείται με τα άρματα», με σίγηση του ενδοφωνηεντικού γ . Η άποψη πως το αμαρτωλός (με ω ) προήλθε από συμφυρμό των … Dictionary of Greek
αρματολοί και κλέφτες — Στρατιωτικά σώματα όπου ήταν οργανωμένοι οι Έλληνες κατά την τουρκοκρατία, τα οποία έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στον αγώνα για την ανεξαρτησία. Τα πρώτα σώματα που δημιουργήθηκαν αμέσως μετά την τουρκική κατάκτηση ήταν των αρματολών. Τα στελέχωσε… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
ГРЕЦИЯ ЧАСТЬ I — [Греческая Республика; греч. Ελληνική Ϫημοκρατία], гос во в юго вост. Европе, занимающее юг Балканского п ова. Территория 131 944 кв. км, в т. ч. островов 25 тыс. кв. км, береговая линия имеет длину 4100 км (с учетом островов ок. 15 тыс. км). На… … Православная энциклопедия